- τριατομικός
- -ή, -όονομασία χημικών μορίων που αποτελούνται από τρία άτομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τριατομικός — ή, ό, Ν χημ. 1. (για μόριο) αυτός που αποτελείται από τρία άτομα 2. άλλη ονομασία τών τρισθενών στοιχείων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. triatomic (< λατ. tria «τρεις» + ατομικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Τηλ. Κομνηνό] … Dictionary of Greek